Μικρά κείμενα (ορισμένα είναι της μιας ανάσας) που αρδεύουν υλικό από το βάθος του παρελθόντος. Σε πολλά από τα κείμενα αυτά ο αφηγητής είτε είναι μικρός σε ηλικία είτε καταφεύγει σε εκείνη την άδολη περίοδο της ζωής του για να θυμηθεί πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις. Ο τόπος είναι κυρίως η επαρχία που με τη γραφή του Κιοσσέ αποκτάει μια γλυκύτητα, ένα θάμβος ξεχωριστό, γίνεται σχεδόν ονειρική και πράα.
Ακόμα και σε στιγμές που οι ιστορίες δεν έχουν ευοίωνο τέλος και σου αφήνουν έναν κόμπο στον λαιμό, ακόμα και τότε ο τόπος (αλλά και η κατάσταση), με την ποιητική ματιά του Κιοσσέ, αφήνουν μέσα σου ένα πιο ήπιο χνάρι. Η ανθρωπιά με την οποία αντιμετωπίζει τους ήρωές του ο Κιοσσές είναι ένα από τα χαρακτηριστικά του. Με ένα κλείσιμο του ματιού είναι σαν να σου λέει πως δεν είναι ακριβώς επινοημένοι, αλλά πραγματικοί, των οποίων κάποιες στιγμές ή μέρη της ζωής τους χρειάστηκε να οικειοποιηθεί για τις ανάγκες της συγγραφής. Ιδιαιτέρως η ματιά του απέναντι σε μεγαλύτερους σε ηλικία ήρωες σου δίνει την αίσθηση του σεβασμού, της αγάπης, αλλά και της ειλικρινούς καλοσύνης. Μητέρες, γιαγιάδες, μακρινές θείες (οι γυναικείοι χαρακτήρες έχουν την τιμητική τους), συναντούν σαλούς, περιθωριακούς τύπους του χωριού, αλλά και μεροκαματιάρηδες του δύσκολου «κάθε μέρα». Η οικονομία των μέσων είναι κάτι που αξίζει να προσεχθεί σ’ αυτές τις ιστορίες, όπως και το επιμελημένο (σκηνοθετικά και δραματουργικά) κλείσιμο (ή αλλιώς «σβήσιμο») των περισσότερων από αυτές.