Δεν υπάρχουν προϊόντα στο καλάθι αγορών σας.
Δεν έχετε αγαπημένα προϊόντα
Πρέπει να συνδεθείτε για να εισάγετε αγαπημένα προϊόντα
Απόσπασµα από το βιβλίο
Παρακαλώ συνδεθείτε για να στείλετε τα σχόλιά σας.
Ένα κλασικό πλέον βιβλίο, διαφορετικό από όσα έχουν γραφεί για τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Συγκλονιστικό, πολύ βίαιο, αλλά αληθοφανές μέχρι την τελευταία λέξη. Ένα βιβλίο με πολύ συναίσθημα και αναισθησία ταυτόχρονα. Τόσο γλαφυρό που σίγουρα θα σε κάνει να ανατριχιάσεις σε κάθε περιγραφή. Ένα βιβλίο για τον μύθο της ηθικής συνείδησης και της έμφυτης συμπόνιας που έχει ο άνθρωπος. Ο αναγνώστης περνάει από κεφάλαιο σε κεφάλαιο υπνωτισμένος από τη φρίκη. Είναι εκπληκτικό τι μπορούν να κάνουν οι άνθρωποι ο ένας στον άλλο για να επιβιώσουν. Η ψυχολογία του όχλου, η σκληρότητα των παιδιών παρουσιάζονται σε όλο τους το μεγαλείο.
Όταν, το 1965, κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το Βαμμένο πουλί του Πολωνού συγγραφέα Γιέρζι Κοζίνσκι, προκάλεσε πλήθος αντιδράσεων. Το βιβλίο αφηγείται την ιστορία ενός εξάχρονου αγοριού από την Ανατολική Ευρώπη, στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Όταν, εκείνες τις σκληρές μέρες του 1939, οι γονείς προσπαθούν να σώσουν το παιδί τους, έρχονται αντιμέτωποι με μια κατάσταση τραγική: «Στο χάος του πολέμου και της κατοχής, με τις συνεχείς μετακινήσεις πληθυσμών, οι γονείς έχασαν την επαφή με τον άνθρωπο που είχε μεταφέρει το παιδί τους στο χωριό. Βρέθηκαν ξαφνικά αντιμέτωποι με το ενδεχόμενο να μην ξαναβρούν ποτέ τον γιο τους».
Για το μικρό αγόρι που μένει μόνο μέσα σε εκείνη τη χαοτική και άγρια κατάσταση, αρχίζει τότε μια οδύσσεια που θα αρχίσει σιγά σιγά να το βυθίζει σε μια κόλαση την οποία, αρχικά, σχεδόν δεν καταλαβαίνει. Στην αρχή η αναμονή για τους γονείς του γίνεται έμμονη ιδέα του μικρού, όμως λίγο λίγο αρχίζει να δίνει τη δική του μάχη για να επιβιώσει, ενώ οι πάντες γύρω του –είτε Γερμανοί είτε ντόπιοι χωρικοί– είναι κατά κανόνα εχθρικοί, θεωρώντας τον άλλοτε «μούλικο Τσιγγανόπουλο» που φέρνει γρουσουζιά, άλλοτε «Τσιγγανοεβραίο» κ.λπ. Έτσι, το παιδί ενηλικιώνεται με τον δικό του τρόπο: «Κι εγώ ο ίδιος μισούσα πολλούς ανθρώπους. Πόσες φορές δεν είχα ονειρευτεί την ώρα που θα ξαναγύριζα αρκετά δυνατός και θα ’βαζα φωτιά στα σπίτια τους, θα δηλητηρίαζα τα παιδιά και τα ζωντανά τους, θα τους παράσερνα σε θανατερούς βάλτους».
Η επανασύνδεση με τους γονείς του δεν προκαλεί τη συνήθη και αναμενόμενη ευτυχία: «Δεν μου πολυάρεσε η ιδέα ότι θα γινόμουν ξαφνικά ο πραγματικός γιος κάποιου, ότι θα με χαϊδολογούσαν και θα με φρόντιζαν, ότι θα έπρεπε να υπακούω σε κάποιους, όχι επειδή ήταν δυνατότεροι και μπορούσαν να με χτυπήσουν, αλλά επειδή ήταν γονείς μου». Τελικά, όμως, κάποια πράγματα ξαναβρίσκουν τον δρόμο τους, όπως ξαναβρίσκει τον δρόμο της και η φωνή του παιδιού (που κάποια στιγμή έχει χάσει τη λαλιά του), όπως οι φθόγγοι που ανέβαιναν με δυσκολία στον λαιμό του πριν αρχίσουν να μετατρέπονται σε συλλαβές και λέξεις.
Οι αντιδράσεις στην έκδοση του βιβλίου ήταν πολλές και διαφορετικές. Τα εγκώμια συνοδεύτηκαν από αμφισβήτηση και επικρίσεις, για το αν το είχε γράψει ο ίδιος ή κάποιος ghost-writer, για το αν το είχε γράψει στα αγγλικά ή στα πολωνικά, για το πόσο αυτοβιογραφικό είναι ή δεν είναι, για το αν είναι φιλοσοβιετικό ή αντιπολωνικό, για την ωμότητά του που αγγίζει τα όρια της πορνογραφίας της βίας κ.λπ., κ.λπ. Ο ίδιος ο Κοζίνσκι έγραφε ότι «αποφάσισα να γράψω αυτό το βιβλίο με σκοπό να εξετάσω “αυτή τη νέα γλώσσα” της κτηνωδίας και τη συνακόλουθή της αντιγλώσσα της αγωνίας και της απελπισίας», για να συμπληρώσει ότι «δεν είχα προβλέψει ότι το μυθιστόρημα θα αποκτούσε δική του ζωή. Αν είχα προβλέψει τι θα γινόταν, μπορεί να μην έγραφα το Βαμμένο πουλί».