Το αγωνιώδες ενδιαφέρον για τα κοινά, η ευρύτερα νοούμενη πνευματική και ιστορική συνείδηση, η βασανιστική αίσθηση του χρέους που μονίμως τον διακατείχε και, βέβαια, οι πικρίες και οι απογοητεύσεις που ένιωσε στο γύρισμα του 19ου προς τον 20ό αιώνα, τόσο στα πολιτειακά όσο και στα πνευματικά –κυρίως στα γλωσσικά- ζητήματα έδωσαν πολλές φορές, πριν από τα Σατιρικά Γυμνάσματα, στους στίχους του και στα μη ποιητικά κείμενά του έντονη σατιρική χροιά. Κάτι που επισημαίνει στην εξαίρετη και πολύπλευρα κατατοπιστική εισαγωγή του, καθώς και στον επιμέρους σχολιασμό όλων των ποιημάτων της ενότητας, ο Ξ. Α. Κοκόλης, όταν παρατηρεί ότι σατιρικές αιχμές υπάρχουν διάσπαρτες σε όλο το έργο του Παλαμά [...] αποτελώντας μιαν εντελώς ξεχωριστή πτυχή του έργου του. [...]
Όλα τα Σατιρικά Γυμνάσματα (20 + 24) εκδόθηκαν για πρώτη φορά το 1912, σαν συμπλήρωμα της συλλογής Οι καημοί της Λιμνοθάλασσας (ξαναεκδόθηκαν, πάλι ως συμπλήρωμα της ίδιας συλλογής, το 1925)˙ όσο ζούσε ο ποιητής δεν κυκλοφόρησαν αυτοτελώς. Η επισήμανση αυτού του γεγονότος και μόνο αρκεί, νομίζω, για να γίνει κατανοητή η φιλολογική σημασία της παρούσης έκδοσης, ο φιλολογικός επιμελητής και σχολιαστής της οποίας δεν αρκέστηκε, στην ούτως ή άλλως, πολύπλευρα κατατοπιστική και διαφωτιστική εισαγωγή του, αλλά προχώρησε και σε ενδελεχή σχολιασμό του κάθε «Γυμνάσματος» χωριστά, προσεγγίζοντάς το φιλολογικά, ιστορικά, αισθητικά και συσχετίζοντάς το τόσο με άλλα «Γυμνάσματα» όσο και με άλλα, προγενέστερα, ποιήματα, καθώς και με άλλα, μη ποιητικά κείμενα του Κωστή Παλαμά, ενδεικτικά των απόψεων και των ανησυχιών του για τα «κοινά» και για την τέχνη, προκειμένου να καταδειχτεί το ενιαίο και το αρραγές της σκέψης, του αισθητικού, του πνευματικού και του κοινωνικού προβληματισμού του. Τέλος, αναθερμαίνοντας το ενδιαφέρον του σημερινού αναγνώστη για το έργο του Παλαμά και ειδικότερα γι’ αυτά τα καυστικά και «καθαρτικά», στην πλειονότητά τους, ποιήματα –τα οποία, κατά τον Κ. Θ. Δημαρά, συνιστούν τη «γενναιότερη πολιτική σάτιρα που έχει να επιδείξει η νέα μας λογοτεχνία» και ήταν, κατά τον Σεφέρη, το μετεμφυλιακό 1950, όσο ποτέ επίκαιρα [...]– ο Ξ. Α. Κοκόλης, αφήνει εμμέσως πλην σαφώς, για υπονοούμενους λόγους, να προκύψει η ως τις μέρες μας διαχρονική τους αξία.