×

Δεν υπάρχουν προϊόντα στο καλάθι αγορών σας.

{{item.custom_attributes.author}}
Ποσότητα: {{item.quantity}}
{{item.total_price}} {{item.total_discounted_price}}
×
Υποσύνολο:
{{order.discounted_cost}}
Έκπτωση Προσφοράς:
{{order.promo_discount}}
Έκπτωση Κουπονιού:
{{order.extra_discount}}
Κόστος Αποστολής:
{{order.shipping_cost}}
Επιβάρυνση Πληρωμής:
{{order.payment_cost}}
ΣΥΝΟΛΟ:
{{order.final_cost}}
{{ product.title }}
{{ product.custom_attributes.author }}
{{ product.price }} {{ product.discounted_price }}
×
×
ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΟΙ ΔΙΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΜΟΥ ΟΙ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΕΣ ΜΟΥ ΤΑ EBOOKS ΜΟΥ ΤΟ ΠΡΟΦΙΛ ΜΟΥ ΑΠΟΣΥΝΔΕΣΗ
10%
ΒΙΒΛΙΟ

Στιγμιότυπα του σώματος

Στάθης Κουτσούνης
Ποίηση
978-960-566-700-9
48
22/09/2014
Διαθέσιμο
Ο έρωτας, η φύση, οι επιθυμίες και οι ενοχές, η ακμή και η φθορά μέσα από την αέναη εναλλαγή των εποχών και τις μεταμορφώσεις του σώματος. Στην έκτη ποιητική συλλογή του, ο Στάθης Κουτσούνης φωτογραφίζει Στιγμιότυπα του σώματος.

Περιγραφή βιβλίου

Ο έρωτας, η φύση, οι επιθυμίες και οι ενοχές, η ακμή και η φθορά μέσα από την αέναη εναλλαγή των εποχών και τις μεταμορφώσεις του σώματος. Το σώμα σαν ένα ποτάμι που ρέει διαρκώς, που χύνεται ορμητικό στον ωκεανό της ματαιότητας, για να το ρουφήξει γρήγορα το υπόγειο πηγάδι της ανυπαρξίας.
Στην έκτη ποιητική συλλογή του, ο Στάθης Κουτσούνης φωτογραφίζει Στιγμιότυπα του σώματος. Σ’ ένα αγώνα με βέβαιο νικητή· ποιον όμως;

Επισκεφθείτε το site του συγγραφέα.

Πληροφορίες

  • Στάθης Κουτσούνης
  • 978-960-566-700-9
  • 48
  • 22/09/2014
  • 15 x 24
  • Μαλακό

Σχόλια

Κριτικές...

Γιώργος Γιαννόπουλος,  ΕΝΕΚΕΝ, τεύχ. 34, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2014 
«Αν υπάρχει κάτι που μιλάει αυτό είναι σίγουρα το σώμα… Το χάσμα το εγγεγραμμένο στο ίδιο το καθεστώς της απόλαυσης ως διάστασης του σώματος, στο ομιλούν ον, να τι αναδύεται από τον Φρόιντ από εκείνο το τεστ… που είναι η ύπαρξη της ομιλίας. Εκεί όπου αυτό μιλάει, εκεί απολαμβάνει. Και δεν σημαίνει πως γνωρίζει τίποτε, διότι παρά ταύτα, μέχρι νεωτέρας, το ασυνείδητο δεν αποκάλυψε τίποτε για την φυσιολογία του νευρικού συστήματος, ούτε για τη λειτουργία της καύλας, ούτε για την πρόωρη εκσπερμάτιση…». Ζακ Λακάν, Encore.
…μ’ έπιασε μια μελαγχολία/ στον συνειρμό του τρύπιου σώματος/ με τα δάχτυλα φίδια… (Δαντέλα). Στο φως του ψυχαναλυτικού λόγου η σύγχρονη ποίηση και οι ποιητές, για να παραφράσουμε πάλι τον Λακάν, θα πρέπει να νιώθουν τη φρίκη, σαν τους χριστιανούς ή τους ψυχαναλυτές… τότε αντίκρισα την κραυγή/ απ’ της γυναίκας την κοιλιά/ να κόβει φέτες/ το φως και την ψυχή μου (Η τρύπα). Πεδίο και λόγος της απόλαυσης η σωματογραφία του Στάθη Κουτσούνη καταγράφει την αγωνία, τα πάθη, την έκπληξη, τη λύσσα, το αναπόφευκτο και το αναπόδραστο του υποκειμένου που γραπώνεται στη θηλιά της γραφής του, σ’ αυτό το μοναδικό και σπαρακτικό του τραγούδι. Η ωριμότητα και η τόλμη στα ποιήματα του Κουτσούνη είναι σημεία έκδηλα σε μια γραφή που μας συνοδεύει σ’ αυτό το ταξίδι της εμπειρίας. Κι ας είναι βέβαιο/ πως τίποτα στο τέλος δεν θα μάθω (Βολίδα). Η αλήθεια του ποιητικού λόγου ομοιάζει κάπως με την εμπειρία της αγάπης… ο άλλος είναι ένα πεδίο αναμονής, προσμονής, καρτερίας, ελπίδας και συμφοράς. Μια αίθουσα αναμονής, για να θυμηθούμε τον Χάκκα, των σημαινόντων του άλλου. Αλλά δεν έχω σώμα/ ένας ίσκιος είμαι/ κι ο ίσκιος στο χώμα/ το σώμα μου (Ο συνοδός).
 
Μπάμπης Δερμιτζάκης,  ΛΕΞΗΜΑ, 1/11/2014 
[…] Έχοντας γράψει για τις δυο προηγούμενες ποιητικές συλλογές του Στάθη Κουτσούνη, την «Τρομοκρατία της ομορφιάς» και τα «Έντομα στην εντατική» (τώρα συνειδητοποιώ ένα εφέ παρωνυμίας και μια παρήχηση στον τίτλο), θα παραθέσω την τελευταία παράγραφο από την κριτική που γράψαμε για αυτή τη δεύτερη συλλογή.
«Εκτός από αφηγηματικός και διαυγής ο Κουτσούνης είναι επίσης καβαφικά ολιγογράφος. Τουλάχιστον τέσσερα χρόνια απέχει η έκδοση κάθε ποιητικής του συλλογής από την προηγούμενη. Θα θέλαμε η αναμονή για την έκδοση της επόμενης συλλογής του να διαρκέσει λιγότερο, όμως είμαστε σίγουροι ότι έτσι κι αλλιώς θα μας αποζημιώσει».
Και σ΄αυτή τη συλλογή ο Κουτσούνης είναι αφηγηματικός και διαυγής. Το ότι είναι καβαφικά ολιγογράφος φαίνεται και από το ότι η ευχή μας δεν έπιασε: έξι χρόνια χωρίζουν τα «Στιγμιότυπα του σώματος» από τα «Έντομα στην εντατική». Δεν ήμουν σίγουρος ότι ο καλός θεούλης θα εισάκουε την ευχή μου, όμως ήμουν σίγουρος ότι «έτσι κι αλλιώς» θα μας αποζημίωνε για την όποια καθυστέρηση. Και μας αποζημίωσε, μπορούμε να το δηλώσουμε από τώρα.
Περίεργο μου φαίνεται που η απαισιοδοξία την οποία εντοπίσαμε στα «Έντομα στην εντατική», εκδομένα το 2008, δεν υπάρχει σ΄αυτή τη συλλογή ποιημάτων, τα οποία ολοφάνερα γράφηκαν μέσα στην κρίση. Ή μήπως δεν θα έπρεπε να μου φαίνεται περίεργο; Ο ποιητής διαφέρει από τον κοινό θνητό (ο βιβλιοκριτικός όχι και τόσο).
Τρεις κύριες θεματικές εντοπίσαμε σ΄αυτή τη συλλογή. Ο έρωτας που κυριαρχούσε στην πρώτη καταλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος. Και εδώ επίσης ο έρωτας δεν είναι μόνο αίσθημα, αλλά πρωτίστως αίσθηση, κυρίως σωματική: ο έρωτας, ως κορυφαίο στιγμιότυπο του σώματος. Οι τρεις «σωματογραφίες» με τα σαν χάικου ποιήματα είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικές.

«Στην πηγή των μηρών σου
τσακάλι ξανθό καθρεφτίζεται
με στόμα ανοιχτό και διψασμένο» (σελ. 20) και

«Το κορμί σου στα χέρια μου ζύμη
φτιάχνω τρύπες και χάνομαι μέσα τους» (σελ. 15).

Τολμηρές μεταφορές και κανονικά μέτρα (εδώ έχουμε τον ανάπαιστο) κυριαρχούν σε πάρα πολλούς στίχους αυτής της συλλογής. Στο «Εν αναμονή», ερωτικό ποίημα, έχουμε έναν κανονικό αμφίβραχυ στον τελευταίο στίχο: «στη στίλβη της άδηλης όψης σου» (σελ. 17)…
Η αυτοαναφορικότητα είναι κάτι δεδομένο στην ποίηση, και σ΄ αυτή την συλλογή καταλαμβάνει ένα σημαντικό τμήμα. Ο Κουτσούνης αυτοπροσωπογραφείται, αυτοαναλύεται, και αναφέρεται σε βιώματα και εμπειρίες που τον καθόρισαν. Στο «Ραβδί» διαβάζουμε:

«Δεν είμαι εκείνος που ήμουν
ούτε και θα ΄μαι αυτός που είμαι

πάντα μια Κίρκη αδιάκοπα
μ΄ακουμπάει με το ραβδί της» (σελ. 22).
 
Επίσης στην «Ουτοπία»:

«Η αιωνιότητα με ζαλίζει

μες στης φθοράς την αγκαλιά
μ΄ασφάλεια τον χρόνο μου θηλάζω» (σελ. 23).

Και βέβαια δεν είναι σολιψιστής, το «εκτός» αποτελεί ένα διαρκές ερέθισμα, είτε ως «άλλος» είτε ως «περιβάλλον», αστικό ή επαρχιακό, στο οποίο εντάσσεται και αυτό που έχουν τραγουδήσει οι ποιητές, σε παλιότερες, ρομαντικές εποχές, ως φύση. Παραθέτουμε την «Άνοιξη».

«Ανοίγει ο καιρός

η μέρα χαράζει
φρεσκοπλυμένο ασπρόρουχο
τεντωμένο στο σκοινί

και παρακεί
στην αγκαλιά της σκόνης
λαγοκοιμάται ο άνεμος» (σελ. 18).

Και ένα ακόμη απόσπασμα, από την «Επαρχία».

«Γεροντοκόρη με ωραίες ρυτίδες
κι ένα σωρό εξώγαμα
στων άστεων τα κάτοπτρα χτενίζεται
και περιμένει αλλοπαρμένη τον γαμπρό
πίσω από τις νταλίκες

[…]

κι όταν την πιάνει απελπισία
δαιμονισμένη όρνιθα
τινάζοντας από πάνω της ψείρες

τα παιδιά της» (σελ. 27).

Στην «Ψηλοτάκουνη γόβα», ποίημα εμπνευσμένο μάλλον από τις «Δούλες» του Ζαν
Ζενέ, διαβάζουμε:

«…
Κοιτάζεται θλιμμένη στον καθρέφτη
και δοκιμάζει άπληστα
ψηλοτάκουνη γόβα τη ματαιότητα» (σελ. 24).

Σχεδόν πάντα σε κάθε συλλογή υπάρχει και ο λόγος για τον ποιητή και την ποίηση. Στη «Μεταφυσική» διαβάζουμε:

«Αγωνιά η σελίδα για την πένα
σαν γυναίκα ερεθισμένη
για τη στύση του εραστή της

το ποίημα τρέμει
μήπως δεν συναντήσει αναγνώστες
και μείνει αγέννητο

όπως πουλί μαδημένο το φτέρωμά του
λαχταρά το κορμί ο έρωτας
… » (σελ. 9).

Για τις ευφάνταστες μεταφορές του Κουτσούνη έχουμε αναφερθεί και στις προηγούμενες βιβλιοκριτικές μας.
Διαυγής, τολμηρός, ερωτικός, πρωτότυπος, ο Στάθης Κουτσούνης είναι ένας από τους καλύτερους νεοέλληνες ποιητές. Ευχόμαστε να είναι καλοτάξιδο το βιβλίο, όχι μόνο για τον ίδιο αλλά και για τους αναγνώστες, γιατί θα το απολαύσουν όσοι το διαβάσουν…
 
Γιάννης Στρούμπας,  ΤΑ ΠΟΙΗΤΙΚΑ, τεύχ. 16, Δεκέμβριος 2014 
Ηδονή κι οδύνη 
«Πάντα τὰμὲντοῦ σώματος ποταμός», σημειώνει «Εἰςἑαυτόν» ο Ρωμαίος αυτοκράτορας και στωικός φιλόσοφος Μάρκος Αυρήλιος· κι ο Στάθης Κουτσούνης, ορμώμενος από τη ρήση του φιλοσόφου, τη θέτει ως μότο στην ποιητική του συλλογή Στιγμιότυπα του σώματος, προϊδεάζοντας τον αναγνώστη για τον προσανατολισμό της θεώρησής του. Χειμαρρώδη πάθη, πόθους, ηδονές κι οδύνες πραγματεύεται ο Κουτσούνης στα ποιητικά του «στιγμιότυπα». Τα στιγμιότυπα αυτά, σαν συναισθηματικές εκδηλώσεις, σμιλεύουν με την ορμητικότητά τους σώμα και ψυχή, σχηματοποιώντας τα στο πέρασμα των εποχών και, γενικότερα, του χρόνου.
Τα σώματα στη θεώρηση του Κουτσούνη, διερχόμενα τις τέσσερις εποχές, σημαδεύονται έντονα από έναν διπλό έρωτα: εκείνον για τη σάρκα και τον άλλον για τη γραφή. Μάλιστα ο δεύτερος παρομοιάζεται με τον πρώτο, καθώς η σελίδα παρουσιάζεται να προσμένει την πένα και να αγωνιά γι’ αυτήν «σαν γυναίκα ερεθισμένη/ για τη στύση του εραστή της». Ο παραλληλισμός των δύο ερώτων, σε βαθμό σχεδόν μιας μεταξύ τους ταύτισης, ενισχύεται όχι μόνο από την ηδονή που προσφέρουν στους μύστες τους, μα κι από τον πόνο που τους συνοδεύει. Γι’ αυτό και η γέννηση, σαν αποτέλεσμα της ερωτικής πράξης, λογίζεται διαδικασία ανοίκεια, εχθρική, αφιλόξενη, μια διαδικασία έκπτωσης από τη ζεστασιά, από τον παράδεισο της μήτρας, σε μια επικράτεια όπου λυσσομανούν οι άνεμοι, κυριαρχεί το κρύο, ενώ και το χώμα απομυζά κάθε ικμάδα των όντων. Ακόμη κι «εξωτερικά» ιδωμένη, από τα μάτια ενός μικρού παιδιού που ακολουθεί τη μαμή σε γυναίκες ετοιμόγεννες, η γέννηση παραμένει εφιαλτική, με αίματα, έντερα, ξερατά κι ανεμοστρόβιλους. Το γυναικείο αιδοίο, «αρχή και τέλος» της γέννησης, αποδεικνύεται μια «μαύρη τρύπα», ένα πολλά υποσχόμενο μα καταστροφικό κουτί της Πανδώρας. Η πρώτη εποχή στην οποία καλούνται να επιβιώσουν οι έρωτες είναι, λοιπόν, ο παγωμένος χειμώνας.
Παρά την παγωνιά, ωστόσο, η ερωτική επιθυμία είναι τόσο ακατανίκητη, ώστε επιμένει, αψηφώντας τους κινδύνους: «σε κάθε τρύπα/ καρτέρι μου στήνουν οι μέλισσες», διαπιστώνει το ποιητικό υποκείμενο, επιβεβαιώνοντας πως το τρύγημα του μελιού, δη του μεταφορικού ερωτικού, εγκυμονεί πλήθος δηλητηριώδη κεντρίσματα. Η «Σωματογραφία i» του Κουτσούνη, πρώτη στη σειρά των σωματογραφιών του ποιητή, προσδιορίζει τον έρωτα ακριβώς σαν ακαταμάχητο μαγνήτη, που συχνά όμως οδηγεί σε σύρσιμο στη λάσπη.
[…]
Τον χειμώνα τον διαδέχεται η άνοιξη. Το άνοιγμα του καιρού συνοδεύεται από την επέλαση του φωτός, το οποίο αντανακλάται στο απλωμένο για να στεγνώσει «φρεσκοπλυμένο ασπρόρουχο», καθιστώντας έτσι ακόμη εντονότερη την εντύπωση της φωτεινότητας. Όμως η αισιόδοξη προοπτική δεν κατισχύει εντελώς, γιατί πάντα παραφυλάει η σκόνη στο πιθανό ξύπνημα του ανέμου που «λαγοκοιμάται». Ο υφέρπων κίνδυνος της σκόνης επαναφέρει στο προσκήνιο την επικινδυνότητα του έρωτα. Στη δεύτερη σωματογραφία του Κουτσούνη («Σωματογραφία ii») ο ερωτικός πόθος εκ νέου αναφλέγεται και καπνίζει, μα κι εκ νέου απειλεί να κατασπαράξει όποιον τυλιχτεί στα δίχτυα του. Γι’ αυτό η γυναίκα-«λύκαινα», αγριεμένη απ’ τον χιονιά, «κατεβαίνει στην πόλη λιμασμένη». Έρωτας και θάνατος βαδίζουν αντάμα. Η μελαγχολία κυριεύει εύλογα το ποιητικό υποκείμενο, ώστε στα «δάχτυλα φίδια» να μην ενθυμείται μόνο το σεξουαλικό παιχνίδι, αλλά να σχηματίζει και την εικόνα του σηπόμενου νεκρού σώματος, στην αποσύνθεση του οποίου συμμετέχουν τα φίδια.
Η είσοδος στο καλοκαίρι συνοδεύεται από την παρακμιακή εικόνα της «Επαρχίας», όπου η απεγνωσμένη γεροντοκόρη με τα εξώγαμα παιδιά της, στην απελπισία της, τα τινάζει «από πάνω της ψείρες». Το άχθος είναι ανυπόφορο, η ζωή ατελέσφορη, η γενικότερη διάψευση των προσδοκιών σφραγίζει την παρακμή. Η ακόλουθη τρίτη σωματογραφία («Σωματογραφία iii») επιβεβαιώνει τη συνύπαρξη ηδονής κι οδύνης στον έρωτα, με τον συνακόλουθο περιορισμό της ευεργετικής του επίδρασης στον άνθρωπο, εφόσον το γυναικείο σώμα με τα κάλλη του δεν είναι μοναχά χρυσάφι αλλά και σφαγείο: «Τα χείλη σου χίλιοι σφαγμένοι», όπως σχολιάζεται στην πρώτη υποενότητα με τον τίτλο «Αίμα» της τρίτης σωματογραφίας.
Ο κεντρικός δομικός σχεδιασμός του Κουτσούνη ολοκληρώνεται στη συλλογή του με την έλευση της τελευταίας εποχής στην προηγηθείσα σειρά, δηλαδή του φθινοπώρου. Το φθινόπωρο επιφέρει «τη βία του ανέμου/ το τράνταγμα των κλαδιών και την άλωση», διαιωνίζοντας το παρακμιακό κλίμα. Το ποιητικό υποκείμενο υποκύπτει στη φθορά και προσαρμόζεται «ανάμεσα στα πεσμένα φύλλα» που περιμένουν τη σήψη τους.
Η μελαγχολική διάθεση στη συλλογή, ως απότοκο της αξιολόγησης μουντών καταστάσεων, συνοψίζεται σε τρία βαθιά θλιμμένα ποιήματα, που συνιστούν ύμνο συμπόνιας στον άνθρωπο: την «Ψηλοτάκουνη γόβα» και την ενότητα «Το σφύριγμα της βάρκας μες στη νύχτα», με τα δύο ποιήματα για τον αναχωρούντα προς τον άλλο κόσμο πατέρα. Τόσο η θλίψη της οικιακής βοηθού, που δοκιμάζει τα ρούχα της κυρίας της στα κρυφά, όσο κι η θαμπωμένη μορφή του πατέρα ανασυνθέτουν τον καταπιεσμένο κόσμο των ανθρώπων μιας ευρείας ταξικής ομάδας δίχως όνειρα, που στον απολογισμό της ζωής τους απομένουν να αξιολογούν τον βίο τους σαν «φορτηγά που σκούριασαν/ κολλημένα στην άμμο». Γι’ αυτό, ίσως, κι η κάθοδος στον Άδη τού πατέρα επιζητείται από τον ίδιο σαν γλιτωμός από την κούραση των εγκοσμίων: «μη με χασομεράς/ […] δεν έχω τώρα καιρό» («Τα κέρματα»).
Ο Κουτσούνης, χωρίς να εγκαταλείπει την παρελθούσα θεματολογία του προδίδοντάς την, την προεκτείνει συνειδητά, με τις τεχνικές της ποιητικής του επεξεργασίας εντελέστερα επεξεργασμένες. Η μεταφυσική του περιβάλλοντος, με τα στοιχεία του που αποκτούν σώμα και ζωή, ριζώνει ιδίως στην προηγούμενη συλλογή Έντομα στην εντατική. Όμως καί στην παρούσα συλλογή τα ίδια στοιχεία αποκτούν την οργανική τους θέση, εφόσον, σαν σώματα, ενσωματώνονται στα στιγμιότυπα που πραγματεύεται ο ποιητής. Ο έρωτας με ποδοσφαιρικούς όρους, η αποκόλληση της ψυχής από το σώμα και η θέασή του από ψηλά, υπό τη μουσική συνοδεία μιας «φούγκας», συμπληρώνουν τα στιγμιότυπα του ποιητή, συνδυάζοντας την παράδοση των προηγούμενων συλλογών με τις προεκτάσεις της νέας για την ανάγκη της κατίσχυσης του φωτός απέναντι στον ζόφο και της τελικής συμφιλίωσης των όντων προς την υπέρβαση των δεινών («Αν δεν ήμουν/ δεν θα ήσουν»).
 
Κωνσταντίνος Μπούρας,  (ΔΕ)ΚΑΤΑ, τεύχ. 40, χειμώνας 2014 
Στην έκτη ποιητική συλλογή του Στάθη Κουτσούνη, το σώμα πρωταγωνιστεί, όχι ως απουσία, αλλά ως αδήριτη παρουσία, βασανιστική, ανυπέρβλητη, καταδυναστευτική, υπερβάλλουσα, αλκαλική και όξινη. Στο ποίημα «Ουτοπία» δηλώνει: «η αιωνιότητα με ζαλίζει / μες στης φθοράς την αγκαλιά / μ’ ασφάλεια τον χρόνο μου θηλάζω» (σ. 23)…
 
Πόλυ Μαμακάκη,  POETICANET, τεύχ. 22, Ιανουάριος 2015 

«Η ευχαρίστηση είναι στιγμιαία, η στάση γελοία

και τα έξοδα απαράδεκτα.»

 

Λόρδος Τσέστερφηλντ

 
Η έκτη ποιητική συλλογή του Στάθη Κουτσούνη Στιγμιότυπα του σώματος συλλέγει ακαριαία αποσπάσματα της ύλης καθώς αυτή κατακερματίζεται στο στιγμιαίο του χρόνου. Το κλάσμα του παρόντος συλλαμβάνεται άλλοτε περιπαιχτικά άλλοτε με εμφανή μεταφυσική ανησυχία. Οι τέσσερις εποχές απαριθμούνται καταγράφοντας την εξαντλητική κακοκαιρία του χειμώνα, το ελπιδοφόρο νεύμα της άνοιξης, την προσδοκία για ατέλειωτη διάρκεια του καλοκαιριού, τον μελαγχολικό ρεαλισμό του φθινοπώρου. Οι αριθμητικές πράξεις τόσο της προσθετικής σύνθεσης όσο και της αφαιρετικής διάσπασης επεμβαίνουν δραστικά στη ροή της συμβατικής χρονικότητας. Είτε μέσω του τελικού αθροίσματος είτε μέσω του μηδενικού υπολοίπου οδηγούν απαρέγκλιτα στο πεπερασμένο του πολύτιμου βίου. Η έννοια της κατάτμησης των στιγμών και της ουτοπικής διάρκειας μέσα στο ερεβώδες της κοσμικής συνέχειας έχει απασχολήσει τον Κουτσούνη και στην προγενέστερη συλλογή του Η τρομοκρατία της ομορφιάς, όπου και πάλι η υλική διάσταση των πραγμάτων αξιολογείται ως παροδική και γι’ αυτό άξια καταγραφής και ποιητικής απεικόνισης, υπό τον φόβο πάντοτε της ελλιπούς βίωσης του απροσπέλαστου στην ολότητά του παρόντος. Σήμερα επανέρχεται υπό ένα καθολικότερο πρίσμα που τείνει και σε απολογισμό της ύπαρξης για τα όσα της αναλογούν στην εκάστοτε σαρκική της πορεία.
Ο παιγνιώδης λόγος και η λιτότητα των εκφραστικών δομών στην ποίηση του Στάθη Κουτσούνη αποδίδει εύληπτο, δραστικό και αυτούσιο νόημα, κάτι που δηλώνει και τη διαύγεια του εν γένει ανθρωποκεντρικού του προβληματισμού. Ανατρέχοντας δε στον Πλωτίνο και τη φιλοσοφική σκέψη τού νέο-πλατωνισμού θα ελέγχαμε τη μορφική υπόσταση της ύλης όχι μόνο ως, ταυτόσημη με τη φθορά, πηγή παθών αλλά πρωτίστως σε συνδυασμό με τη μεταφυσική βαρύτητα του Ενός, του Νου, της Ψυχής, εννοιών που τείνουν δηλαδή στο ζητούμενο όλον. Η φυσική ωραιότητα νοείται ως ατελέστερη όλων για τους αρχαίους προγόνους μας, εξελισσόμενη προς τη νοητική που αρμόζει στο ύψιστο Αγαθόν. Ψυχική κάθαρση και ηθική τελείωση κατακτώνται με τη σειρά τους ως παρεπόμενα της δια της γνώσης αναζητούμενης αλήθειας. Η ρήση του Μάρκου Αυρήλιου, άλλωστε, στην προμετωπίδα της παρούσας ποιητικής συλλογής ανακαλεί και τη στωική διδασκαλία περί της ευδαιμονίας ως υπέρτατου αγαθού, άλλως εδραίωσης του βίου επί των αρετών της φρόνησης, της ανδρείας, της δικαιοσύνης, της σωφροσύνης, της μεγαλοψυχίας, της εγκράτειας, της καρτερίας, της ορθής βούλησης, της οξύνοιας, της ικανότητας λήψης ορθών και εύστοχων αποφάσεων. Όμως δεν είναι οι ελλείπουσες αυτές  αρετές που αρνητικά, ήτοι δια της απουσίας τους, εκφυλίζουν και κατατρώγουν όσο ποτέ σήμερα τον πολυπαθή εκ φύσεως άνθρωπο;
Βεβαίως το σώμα ως ταυτόσημο με το παρόν αγωνιά να καταλάβει τον δικό του χώρο. Του ανήκει αυτός δικαιωματικά. Η προσωπική έκφραση ενός ατομικού ή συλλογικού εγώ συνιστά την άνευ όρων δικαίωσή του μέσα στο χρόνο. Μήπως και το πάθος του ποιητή να απαθανατίσει στο χαρτί τη βασιμότητα και αμηχανία της ποιητικής του πρόσληψης δεν είναι μια ενδόμυχη αγωνία θανάτου; Αλλά και ο κόσμος ως σώμα τελεί υπό τη διαρκή διαλυτική αίρεση του εκάστοτε υπαρκτού. Όπως το πρωτογενές σεξουαλικό ορμέμφυτο διαμορφώνει στην εξέλιξή του έλλογη οντότητα και πολιτισμικό εαυτόν, έτσι και τα αλυσιτελή, ανούσια και φαιδρά ενδεχομένως ανθρώπινα στιγμιότυπα δεν παύουν να συνθέτουν ολότητα ιστορίας. Το μεμονωμένο σώμα δεν θα παύσει ποτέ να διεκδικεί τελολογική υπόσταση: «αν δεν ήμουν / δεν θα ήσουν», «δίχως εμένα είσαι ανάπηρος / με κομμένα πόδια // ένα κλάσμα χωρίς παρονομαστή», «ποιος λοιπόν θ’ αφανιστεί / εγώ / ή / εσύ». Πρόκειται για τα επιγραμματικά αποστάγματα με τα οποία μας αφήνει να πορευθούμε, εν κατακλείδι, η νέα ποιητική συλλογή του Στάθη Κουτσούνη σε μια ρητορική διατύπωση και αναδιατύπωση ασίγαστων τεκμηρίων και κλασμάτων σθένους με διαχρονική ισχύ.
 
Γιώργος Πολ. Παπαδάκης,  ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ, τεύχ. 218, Γενάρης-Μάρτης 2015 
[…]
Ο ποιητής Στάθης Κουτσούνης, με εφαλτήριο έμπνευσης το ανθρώπινο σώμα καταφέρνει να μετατρέψει τα «στιγμιότυπα του σώματος» σε «αντανακλάσεις της ψυχής». Ευφάνταστα μετουσιώνει στιγμές και στιγμιότυπα όπως: «ένα τσιγάρο στο στόμα», «γάλα βυζαίνοντας από τη μέση ρόγα», «το κορμί σου στα χέρια μου ζύμη», «του κορμιού μελετώ τους σπασμούς» σε εμπνευσμένα ποιήματα με επίκεντρο τον άνθρωπο. Το σώμα (τα όργανά του εσωτερικά και εξωτερικά) αποτελούν για τον Κουτσούνη πρώτη ύλη έκφρασης. Η στοχαστικότητα του ποιητή πηγάζει μέσα από την ματαιότητα της ύπαρξης, που οδηγεί στη φθορά και εν τέλει στο έγνωστο επέκεινα. Πολλά από τα ποιήματα αποτελούν το όχημα για την έκφραση βαθύτερων συναισθημάτων και καταστάσεων, όπου δίδονται αλλού με σαρκασμό κι αλλού με συγκατάβαση: «Μπαινοβγαίνω μέσα σου / –ξεκινώ με ασκήσεις προθέρμανσης // του κορμιού μελετώ τους σπασμούς / εξοικειώνομαι //και προπονούμαι χαρωπά / για τον μεγάλο τελικό».
Η γραφή του έμπειρου ποιητή, πυκνή και ουσιαστική, ακολουθεί τους «κανόνες» της σύγχρονης γραφής και προσφέρει στίχους δυνατούς και εύληπτους.
 
Αλέξανδρος Π. Στεργιόπουλος,  ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ, τεύχ. 165, Ιανουάριος-Μάρτιος 2015 
Το σώμα είναι η πρώτη μας γλώσσα και ο Στάθης Κουτσούνης το αναδεικνύει. Το τιμά και το σέβεται. Σημαντικό μέσα στη ματαιότητά του. Η φθορά του μας θυμίζει το πόσο μικροί και συνάμα μεγάλοι είμαστε. Σαν ένα ποτάμι που ρέει διαρκώς. Μες στης φθοράς την αγκαλιά / μ’ ασφάλεια τον χρόνο μου θηλάζω.
 
Μάριος Μιχαηλίδης,  Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ, 28/1/2015 
Από το έτος 1987 ο Στάθης Κουτσούνης διανύει μία εξελικτική και πολλαπλώς σημαίνουσα πορεία με κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα τη χαμηλόφωνη διακονία του ποιητικού λόγου. Μακριά από δάνεια φώτα και προβολείς που ορισμένοι αναζητούν εναγωνίως και πασχίζουν να φωτίσουν δρόμους και διαδρόμους,  υποβασταζόμενοι, υπηρετεί με υψηλό ήθος την ποίηση. Αυτόν τον αθόρυβο δρόμο ακολουθεί ο Στάθης Κουτσούνης, όπως φυσικά και άλλοι λογοτέχνες  που αφήνουν το έργο τους να μιλήσει γι’ αυτούς.
Έχοντας υπόψη τις πέντε προηγούμενες ποιητικές του συλλογές, φρονώ ότι τα Στιγμιότυπα του σώματος αναδεικνύουν έναν πολύ ώριμο ποιητικό λόγο, που ορισμένοι πολύ εύστοχα είχαν ήδη ανιχνεύσει στις συλλογές Η τρομοκρατία της ομορφιάς (Μεταίχμιο 2004) και Έντομα στην εντατική (Μεταίχμιο 2008). Ήδη, η πρόσφατη συλλογή, που φέρει τα εύσημα μιας άριστης εκδοτικής φροντίδας, διεκδικεί την αρμόζουσα γι’ αυτήν θέση στο καθ’ ημάς ποιητικό σύμπαν.
Η προμετωπίδα πάντα τα μεν του σώματος ποταμός [Μάρκος Αυρήλιος, Εις εαυτόν, ΙΙ 17], προϊδεάζει ότι τα ποιήματα της συλλογής κινούνται, όπως ακριβώς και η ίδια η ζωή, σε ένα ρευστό και διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, γιατί τέτοιο είναι το ανθρώπινο σώμα στο οποίο ενοικεί η ψυχή. Ποταμός, λοιπόν το ανθρώπινο σώμα, ποτάμια και η ψυχή και τα όσα εκπορεύονται από αυτήν εξ ονόματος του ανθρωπίνου πνεύματος που πασχίζει να βρει στέρεο έδαφος για να διασχίσει το ποτάμι του Ηράκλειτου.
Εναρκτήριος λόγος στη συλλογή, η ερωτική συνάφεια του ποιητή με το ποίημα την ώρα της ηδονικής κυοφορίας και κοντά σ’ αυτήν, η αγωνία του ποιήματος μήπως δεν συναντήσει αναγνώστες/ και μείνει αγέννητο («Μεταφυσική», σελ. 9). Γιατί το ποίημα ανα-γεννάται μέσα από τις αναγνώσεις, ενώ την ίδια στιγμή ρίχνει τη δική του σπορά στην  ψυχή και μέσα από αυτήν την καθόλα αθώα συναλλαγή, ποιητής, ποίημα και αναγνώστης συνεργούντες, γίνονται συμμέτοχοι ενός ένθεου τόκου.
Μετά από την κατάθεση της αγωνίας ακολουθεί η ονειρική γέννηση του ποιητή που προετοιμάζεται, να διαπορευθεί μέσα από τις άγνωστες ατραπούς του ποιητικού κόσμου. (Εδώ, ηθελημένα ή όχι, ο ποιητής αφήνει τον αναγνώστη να αφουγκραστεί τον εξαίσιο απόηχο, ειδικότερα του Γ΄ Ύμνου, της «Γενέσεως», του πρώτου από τα τρία μέρη που συνθέτουν την ποιητική σύνθεση Το Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη). Την ώρα εκείνη δέχεται τα επισκεπτήρια του αγνού ποιητικού τοπίου που τον καλωσορίζει, φορώντας μάσκα για να μην πνίγεται απ’ το λούστρο. Γιατί κάποιοι φροντίσανε, οι ανίδεοι, να φορτώσουν το πρόσωπο της ποίησης με μαλάματα, για να θυμηθούμε τον Γιώργο Σεφέρη. Το τοπίο, όμως, καθώς βλέπει τ’ αδέρφια του αγνώριστα/ φριχτά ταριχευμένα –δηλονότι, τους ποιητές– αντί για οποιαδήποτε άλλη κίνηση, με γενναιοδωρία τους αφήνει ένα μπουκέτο/ ευωδιές απ’ την πατρίδα («Σπονδή», σελ. 11) και τους υπενθυμίζει έτσι το καθήκον που επωμίζονται απέναντι στην ποίηση. Πρώτα η έγνοια για τη γλώσσα που δυστυχώς βιάζεται και διαρκώς κακοπαθαίνει, και ταυτόχρονα, η ποιητική παράδοση με τους προπάτορες και τους σύγχρονους δασκάλους.
Αν, όμως, σε άλλες εποχές υπήρχε ακόμη ένα προκλητικά αγεώργητο ποιητικό τοπίο, σήμερα εκείνο που αντικρίζει κανείς είναι μια μαύρη τρύπα/ αρχή και τέλος. Η αγωνία του ποιητή αποτυπώνεται στη «Φούγκα» (σελ. 13), όπου η απόπειρα για την ποιητική μετάληψη, από αίσθηση ρευστότητας (Ποτάμι το σώμα/ κι ένας αόρατος φωτογράφος/ τραβάει στιγμιότυπα της ροής) μεταβάλλεται σε αίσθημα πνιγμού (Καθηλωμένος σε πυθμένα πηγαδιού/ κι η στάθμη του νερού ανεβαίνει// ανεβαίνει ολοένα).
Χαρακτηριστική είναι η άνεση μα και η τόλμη με την οποία ο Στάθης Κουτσούνης χρησιμοποιεί τον πυρήνα της ποιητικής έκφρασης, τη μεταφορά. Στο ποίημα «Το πρώτο δώρο» (σελ. 14) η προβαλλόμενη ταυτόχρονη γέννηση του ποιητικού υποκειμένου με ένα θήλυ “εσύ” κινείται στις παρυφές μιας λανθάνουσας, ωστόσο εύκολα προσλήψιμης ερωτικής σχέσης. Κάτω από τον διάφανο φλοιό της αφήγησης και των εικόνων, ο υποψιασμένος αναγνώστης αναγνωρίζει ότι πρόκειται για την ταυτόσημη γέννηση του ποιητή και της ποίησης: Την ίδια στιγμή γεννηθήκαμε/ απ’ την ίδια μαμή που σ’ ακούμπησε/ πάνω στο σώμα μου δώρο// (…)// σαν να σε κληρονόμησα/ με υποχρέωση ισόβιου δεσμού// (…)
Η σωματογραφία ί (σελ. 15) κορυφώνει αυτόν το δεσμό  με ένα λόγο που κινείται στα όρια του ερωτικού αισθητισμού:
Το κορμί σου στα  χέρια μου ζύμη/ φτιάχνω τρύπες και χάνομαι μέσα τους *Σε κάθε τρύπα/ καρτέρι μού στήνουν οι μέλισσες (…) Τα δάχτυλά μου αλκοολικά/ μονορούφι το σώμα σου πίνουν *Χώνομαι ολόκληρος στο σώμα σου/ όπως το χέλι μες στη λάσπη
Ωστόσο, η συλλογή δεν αυτοαναλώνεται στο μοτίβο μιας ερωτικής μονοτροπίας. Όπως στη ζωή καραδοκεί το αναπόφευκτο του θανάτου έτσι και στην ποίηση του Στάθη Κουτσούνη ενυπάρχει η υποψία και ο φόβος του τέλους. Έτσι, το συναμφότερον έρως και θάνατος έρχεται να επιβεβαιώσει ότι η ίδια η ζωή, διαρκώς εξυψώνεται, καταβυθίζεται και αναδύεται με τη συνέργεια μιας σωματικής και συνάμα πνευματικής παλινδρόμησης. Χαρακτηριστικό είναι το σκηνοθετικό εύρημα του Κουτσούνη στο εύληπτο ποίημα «Το είδωλο» (σελ.16), όπου η ομιλούσα φωνή ενδύεται το σώμα της παιδικής αθωότητας και εκτελεί εντολή του καθηγητή της ανθρωπολογίας. Όμως, καθώς αντικρίζει στο υπόγειο τα εποπτικά όργανα, συγκλονίζεται και άπραγος επιστρέφει στην τάξη: (…) φοβάμαι, επιστρέφω στην τάξη σκελετός ο δάσκαλος αγγίζει με τον χάρακα τα οστά μου φοβάμαι τα παιδιά ξεκαρδίζονται λένε αστεία είμαι άσαρκος (…) οι συμμαθητές μου ακόμη γελάνε// αδυνατώντας οι νήπιοι να διακρίνουν/ στο κάτοπτρο του χρόνου το είδωλό τους
Ωστόσο, ο ασκημένος στη δοκιμασία της επικίνδυνης παλινδρόμησης ποιητής σαρκώνει τον τρόμο του αμετάκλητου σε ποιητικό λόγο. Αυτό καθαίρει την ψυχή και δραστικά την επαναφέρει στη εξαίσια στιγμή, όπου όλα στην αναμονή τους είναι μια ποίηση. Το ποίημα «Εν αναμονή»(σελ.17) αποτελεί επιβεβαίωση των τελευταίων ερμηνευτικών προσεγγίσεων: Από τώρα καλλωπίζομαι/ γιατί το  ξέρω/ αιφνίδια θα έρθεις// λούζομαι και ξυρίζομαι καθημερινά/ αρωματίζομαι φοράω ρούχα καθαρά/ κάνω ακόμα και γυμναστική/ και πασχίζω ανά πάσα στιγμή/ να ’μαι έτοιμος// να καθρεφτίσω τον τρόμο μου/ στη στίλβη της άδηλης όψης σου
Εκείνο που πρέπει να υπογραμμιστεί είναι ότι τα ποιήματα της συλλογής Στιγμιότυπα του σώματος, όχι μόνον αυτά στα οποία αναφέρεται το παρόν κείμενο, αλλά και όλα τα υπόλοιπα, δημιουργούν την αίσθηση, αν όχι τη βεβαιότητα ότι συνθέτουν ένα εν εξελίξει ποίημα. Προσωπική, ασφαλώς, η ματιά. Υποστηρίζω όμως ότι όλα τα προηγούμενα συνιστούν πειστικό τεκμήριο.
 
Αλέξης Ζήρας,  Η ΑΥΓΗ, 3/5/2015 
«Το πάθος και η στωική του αναπαράσταση» 
Δώρα Τσιλιπάνου,  www.diastixo.gr, 6/5/2015 
Κυριακή Αν. Λυμπέρη,  www.frear.gr, 7/5/2015 
Πέρσα Κουμούτση,  Η Γεωμετρία των Ιδεών, www.fractalart.gr 
Το “σώμα” στην ποίηση του Στάθη Κουτσούνη 
Αλεξάνδρα Μπακονίκα,  ΤΟ ΚΟΡΑΛΛΙ, τεύχ. 5, Ιανουάριος-Μάρτιος 2015 
Αγάθη Γεωργιάδου,  ΕΜΒΟΛΙΜΟΝ, τεύχ.75-76, άνοιξη-καλοκαίρι 2015