Η ευαισθησία του φιλολόγου, που γνωρίζει το σχολείο από τα μέσα και έχει διδάξει τη λογοτεχνία με αγάπη και μεράκι, σμίγει αρμονικά με την ευαισθησία των λογοτεχνών που πότε αυτοβιογραφικά και πότε μυθοπλαστικά σκιαγραφούν τη σχολική πραγματικότητα. Ένα πεδίο ανεξερεύνητο μέχρι σήμερα και προσοδοφόρο τόσο για προβληματισμό γύρω από την πορεία των εκπαιδευτικών πραγμάτων στη χώρα μας, όσο και για τη συστηματική υποβάθμιση του μαθήματος της λογοτεχνίας στο σχολείο, που τείνει να απολέσει τον βαθύτατα αισθητικό και ανθρωποπλαστικό χαρακτήρα της διδασκαλίας του. [...]
Ενδιαφέρουσα και η ταξινόμηση των κειμένων, όχι με χρονολογική σειρά, αλλά με παιγνιώδη διάθεση και κατά θεματικές ενότητες. [...]
Όταν η λογοτεχνία συναντά το σχολείο, το γοητευτικό αποτέλεσμα που παράγεται δημιουργεί στον αναγνώστη αναμνήσεις από τη δική του χαμένη και οριστικά αμετάκλητη αθωότητα. Ποιος είναι αυτός που δεν νοσταλγεί τα σχολικά χρόνια. Ποιος είναι αυτός που δεν επιζητεί, βιώνοντας την αδυσώπητη καθημερινότητα, να ανοίξει μια γέφυρα με το παρελθόν, το αθώο και οριστικά ανεπίστρεπτο σχολικό παρελθόν. Το βιβλίο λειτουργεί μνημονικά. Άλλα κείμενα ευεργετικά και άλλα βασανιστικά. Ο καθένας μπορεί να ανακαλέσει στη μνήμη του ιστορίες από το σχολείο. Να θυμηθεί πρόσωπα και καταστάσεις που τον σημάδεψαν, καλούς και κακούς δασκάλους, καλούς και άσπονδους συμμαθητές, μια εκδρομή, ένα ποίημα σε εθνική γιορτή, μια τιμωρία, έναν έπαινο. Εν τέλει, το βιβλίο πρέπει να κοσμεί κάθε σχολική βιβλιοθήκη και να διαβαστεί από τους άμεσα ενδιαφερόμενους (δασκάλους και κυρίως μαθητές). Αποδεικνύει ότι η λογοτεχνία έχει δυνατότητες να προκαλεί, εκτός από τον αυτοσκοπό της, την αισθητική απόλαυση και έντονο προβληματισμό.