«Η συμφιλίωση» του Δημήτρη Χατζηκωνσταντίνου είναι ένα μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στην εποχή μας. Ένας γιατρός που φεύγει για τη Γερμανία και προσλαμβάνεται σε ένα νοσοκομείο για να αυξήσει το εισόδημά του συσχετίζεται επαγγελματικά με έναν Γερμανό που τον οδηγεί σε αναψηλάφηση του οικογενειακού του παρελθόντος και –άθελά του– σε αναψηλάφηση του οικογενειακού παρελθόντος του συνεργάτη και εργοδότη του. Δηλαδή, τρέχει ένα παρόν που ακόμη δεν έχει τακτοποιήσει τις εκκρεμότητές του με το παρελθόν.
Είτε αναφέρεται ρητά από τον συγγραφέα είτε υπονοείται, ο μετανάστης γιατρός ανήκει στο τεράστιο πλήθος των νέων επιστημόνων που με την εφαρμογή των μνημονίων άφησαν συγγενείς και φίλους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, από διάλυση οικογενειών μέχρι αποξήρανση των ανθρώπινων δεξαμενών και καταδίκη της Ελλάδας σε δημογραφικό και επιστημονικό μαρασμό. Αλλά αυτό καθ’ αυτό δεν είναι το θέμα του βιβλίου. Στο κέντρο της ιστορίας βρίσκεται η πολυπλοκότητα των καταστάσεων σε μία από τις χειρότερες περιόδους της ιστορίας, όταν οι ναζί επεκτείνονται προς κάθε κατεύθυνση έχοντας συνεπάρει τον γερμανικό λαό, αλλά όχι και όλους τους Γερμανούς. Οι εξαιρέσεις αυτές πηγαίνουν κόντρα στο ρεύμα με απρόβλεπτες συνέπειες για τον καθένα. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, στη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής, εκδηλώθηκαν πολλές αποσκιρτήσεις Γερμανών στρατιωτών που προσχώρησαν στο κίνημα αντίστασης. Τέτοιες αποσκιρτήσεις υπήρχαν και σε άλλα μέτωπα του πολέμου, αλλά και μέσα στην ίδια τη Γερμανία. Δεν ξέρω αν έχουν γίνει εκτεταμένες μελέτες για κάθε ξεχωριστή περίπτωση, για την τύχη αυτών των ανθρώπων, των απλών, που δεν ήταν διάσημες προσωπικότητες για να τραβήξουν την προσοχή. Το «Λευκό Ρόδο», που αναφέρεται στο βιβλίο, ήταν μια οργάνωση που αποτελείτο από Γερμανούς αντιφρονούντες που προσπάθησαν να αντισταθούν στη ναζιστική λαίλαπα ξεκινώντας από τα πανεπιστήμια. Αυτή η πτυχή έχει άμεση σχέση με τη «Συμφιλίωση», γιατί βρίσκεται στην αφετηρία της υπόθεσης που ξεδιπλώνεται καθώς αποκαλύπτονται οι αλήθειες που αυτοί που τις έζησαν στα μαύρα χρόνια τις κράτησαν για τον εαυτό τους μέχρι το τέλος της ζωής τους. Οπωσδήποτε, αυτές οι αποσιωπήσεις κρύβουν προσωπικές τραγωδίες και διλήμματα, αλλά δεν είναι και ξεκομμένες από τη συγκάλυψη των ναζιστικών εγκλημάτων στη Γερμανία, αλλά και στη μεταπολεμική Ελλάδα υπό την αυστηρή εποπτεία των Αμερικάνων. Η Αθήνα με την ΕΠΟΝ, το Μόναχο των μεταναστών που ήταν ανειδίκευτοι εργάτες και η Κρήτη με τις φωτιές των μαρτυρικών χωριών ακόμα να σιγοκαίνε στις ψυχές των απογόνων είναι οι πόλοι που έλκονται και απωθούνται στην πλοκή της συγκεκριμένης ιστορίας, αν και, εν κατακλείδι, το βαθύτερο μυστικό είναι πιο προσωπικό.