Έχει ένταση, όπως οφείλει να έχει κάθε αστυνομικό άξιο του ονόματος.
Έχει συγκίνηση, όπως οφείλει να έχει κάθε βιβλίο άξιο να αναγνωσθεί.
Έχει στοχασμό, σαν μελέτη για τη μνήμη και την ιστορία.
Έχει κατεργασμένο λόγο, έτσι ώστε μπορεί κανείς –κάτι που σπάνια συμβαίνει με τα αστυνομικά να το ξαναδιαβάσει.
Το μυθιστόρημα της Μαρλένας Πολιτοπούλου είναι ένα αστυνομικό με πλοκή καλοϋφασμένη και περίτεχνη. Πολυπρόσωπο, πολυεπίπεδο, με σασπένς, με σταδιακές διαλευκάνσεις του μυστηρίου, με πολλαπλά ίχνη που συγκλίνουν, με ταξίδια ανά την Ελλάδα (όπου ποικίλοι μεζέδες και άφθονο τσίπουρο), με ένα σκοτεινό τούνελ όπου διαπράττεται το έγκλημα και με μια κλασική νύχτα αποκαλύψεων. Το ενδιαφέρον του αναγνώστη το κρατά ώς το τέλος αμείωτο.
Ταυτόχρονα Η μνήμη της πολαρόιντ είναι και ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Θέμα του, ο εμφύλιος πόλεμος. Οι συνθήκες στην ύπαιθρο. Πώς έζησαν ή πώς πέθαναν οι άνθρωποι κατά τα άγρια εκείνα χρόνια, πώς άντεξαν οι επιζήσαντες, πώς υπέμειναν, κρυμμένοι σε καταπακτές ή σε αποθήκες, πάντα με το στόμα κλειστό, αλλάζοντας συχνά ταυτότητα, κάποτε καταφεύγοντας ακόμα και στο έγκλημα. Μιλά για τη βαριά ενοχή που σέρνουν οι άνθρωποι γιΆ αυτή τους την επιβίωση με τις τόσες φθορές, όταν μοιραία επαναλαμβάνονται αρχετυπικές καταστάσεις ενοχής, «το αμάρτημα της μητρός μου» εκ νέου, ένα αγκάλιασμα στο βουνό κατά την υποχώρηση που σημαίνει θάνατο, μιλά για την απελπισία και κάποτε την τρέλα. Στο επίκεντρο, η βαριά πληγωμένη κοινωνία των ηττημένων· μια κοινωνία που θέλει και δεν θέλει να θυμάται. Που προσπαθεί, στην καλύτερη περίπτωση, να φέρει στην επιφάνεια τμήμα μόνο της αλήθειας, ενώ προσπαθεί να καταχωνιάσει άλλα σημεία, κρίσιμα και σκοτεινά.
Και μέσα σε όλο αυτό το σκηνικό της βίας, τα παιδιά. Τι έγιναν τα παιδιά του εμφυλίου; Άλλα έφυγαν στις ανατολικές χώρες, άλλα σκοτώθηκαν στην έξοδο, κάποια όμως έμειναν πίσω. Η Μαρλένα Πολιτοπούλου περιγράφει στο βιβλίο της ένα δίκτυο υιοθεσίας που είχε στήσει ένας γενναίος άνθρωπος της αριστεράς, αναθέτοντας σε θετούς γονείς τα ορφανά ή τα αναγκαστικά εγκαταλελειμμένα παιδιά και παρακολουθώντας την εξέλιξή τους στη νέα τους οικογένεια. Ο άνθρωπος αυτός είναι «ο θείος Γιώργης», όπως τον αποκαλούν όλοι, κάποιος που έδρασε σιωπηλά και αποτελεσματικά, χωρίς κανείς να το γνωρίζει και χωρίς ποτέ όσο ζούσε να αναγνωριστεί δημόσια η προσφορά του. Άφησε όμως πίσω του, σε όσους τον γνώρισαν, μια άλω σεβασμού και αγάπης, μια ανάμνηση όπου το «θείος» μπορεί να διαβαστεί και με τη δεύτερη σημασία του – άγιος.
Πόσο «ιστορικό» μπορεί όμως να είναι ένα βιβλίο για τον εμφύλιο πόλεμο; Η συγγραφέας, ας πούμε, γεννήθηκε μόλις ένα χρόνο μετά τη λήξη του. Εμείς που μιλάμε εδώ σήμερα, συνομήλικοι ή λίγο νεότεροί της, είμαστε οι άμεσοι γόνοι της αιματηρής αυτής υπόθεσης. Στο αίμα μας κυλούν τα «γονίδια» της γενιάς που πολέμησε. Γονίδιο είναι μια λέξη που χρησιμοποιεί η συγγραφέας: το «γονίδιο του κομμουνισμού», λέει, κυκλοφορεί στο αίμα των νεότερων ηρώων της ακόμα και όταν φαινομενικά έχουν στρέψει τα νώτα στην ιστορία και στα πάθη των γονιών τους. Από αυτή την άποψη το βιβλίο είναι όχι μόνο ιστορικό αλλά και πολιτικό. Για πολλούς από μας ο εμφύλιος δεν λέει να γίνει ιστορία – παραμένει μνήμη.
Όμως Η μνήμη της πολαρόιντ είναι ένα πολιτικό βιβλίο και από μιαν άλλη σκοπιά. Όλη η πλοκή στήνεται γύρω από ένα κεντρικό πρόβλημα, που είναι πρόβλημα της πολιτικής σήμερα, δυστυχώς πολύ επίκαιρο. Σας μαρτυρώ ένα ελάχιστο μέρος της πλοκής ώστε να καταλάβετε περί τίνος πρόκειται: ο δολοφόνος αποκαλύπτεται εντέλει ότι έχει σκοτώσει το λάθος πρόσωπο – γιατί ο «κακός» (αυτός που ευχαρίστως θα τον έβλεπαν όλοι νεκρό) έμοιαζε πάρα πολύ με τον «καλό». Το συμπέρασμα ακούγεται καμπανιστό λίγο πριν το τέλος του βιβλίου: Εκείνος που χρησιμοποίησε τη βία, εκείνος που σκότωσε «θα καταλάβει, με τον πιο τραγικό τρόπο, πως το δίκιο πρέπει να ψάχνει άλλους δρόμους να πάρει το αίμα του πίσω εκτός από τα όπλα. Διαφορετικά, κάποιος αθώος θα χαθεί». Σαφής η τοποθέτηση, νομίζω. Όλο το μυθιστόρημα κατατείνει προς αυτό το συμπέρασμα. Εφαρμόσιμο στην περίπτωση της τρομοκρατίας, αυτού του κακοφτιαγμένου παιδιού της αριστεράς, εφαρμόσιμο και στην περίπτωση της βίας των δρόμων και των κουκουλοφόρων. Άλλωστε η συγγραφέας έχει φροντίσει να βάλει στο μυθιστόρημά της και μια εκπρόσωπο των τελευταίων, μια μικρή Άννα, που εντέλει όμως θα καταλάβει τουλάχιστον πως όλοι οι «μπάτσοι» δεν είναι ίδιοι.
Αλλά και η πρώτη φράση του μυθιστορήματος είναι πολιτικά σαφής: «Υπάρχουν τριών ειδών άνθρωποι. Αυτοί που θέλουν να αλλάξουν ριζικά τον κόσμο, αυτοί που θέλουν να τον βελτιώσουν και αυτοί που θέλουν να μείνει ίδιος. Οι πρώτοι και οι τελευταίοι είναι επικίνδυνοι. Οι μεσαίοι είναι δυστυχώς λίγοι».
«Το μυθιστόρημά σου με κέρδισε από την πρώτη αράδα», είπα στη συγγραφέα τις προάλλες, όταν πρωτογνωριστήκαμε. Εκείνη γέλασε: «Ε, ναι», είπε, «την έβαλα σαν χαιρετισμό».
Ακόμα και σήμερα είναι δύσκολο να στηρίξει κανείς τη μετριοπαθή πολιτική της «βελτίωσης», έναντι της ρομαντικής ρητορικής των ρήξεων, των ανατροπών, των «ριζικών» και «συρριζικών» κραυγών.
Το ενδιαφέρον ωστόσο είναι ότι το μυθιστόρημα διαθέτει και ένα τέταρτο, ας πούμε, επίπεδο. Είπαμε: αστυνομικό, ιστορικό, πολιτικό. Το τέταρτο επίπεδό του είναι πιο ιδιωτικό. Ο Παύλος Γ. που προσπαθεί να εξιχνιάσει την ιστορία του φόνου δεν είναι αστυνομικός, δεν είναι ιδιωτικός ντετέκτιβ, είναι στην πραγματικότητα ένας γιος. Γιος, μάλιστα! Κάποιος που ανοίγει λίγο πολύ κατά τύχη τους φακέλους τού πεθαμένου πατέρα του, ενός αστυνομικού, και ανακαλύπτει υποθέσεις που δεν έχουν αρχειοθετηθεί. Αυτή είναι «η κληρονομιά του», όπως το θέλει ο τίτλος του πρώτου κεφαλαίου. Ο Παύλος λοιπόν που εισέρχεται με τέτοια ζέση στην εξιχνίαση ξένων υποθέσεων, αναζητά ουσιαστικά τα ίχνη του πατέρα του. Εκείνον και τη συμπεριφορά του ψάχνει να ανακαλύψει. Και καταλήγει να αντιληφθεί τη βαθιά κατανόηση των ανθρωπίνων που επέδειξε ο πατέρας του.
Το βιβλίο της Μαρλένας Πολιτοπούλου, πάλι, είναι αφιερωμένο στη «μνήμη του πατέρα της». Και έχει κανείς την εντύπωση πως η ιδιαίτερη θερμοκρασία που αποκτά το έργο σε κάποιες σελίδες του οφείλεται ακριβώς σε μια δική της αντίστοιχη αναζήτηση. Η συγγραφέας φαίνεται να ασχολείται με τη δική της «κληρονομιά». Και την «ανοίγει» μπροστά στον αναγνώστη με διακριτικότητα και συγκίνηση.
Την ευχαριστούμε.